πολύμετρο

πολύμετρο
το, Ν
(ηλεκτρ.)
όργανο για τις ηλεκτρικές μετρήσεις τών ασθενών και μέτριων ρευμάτων, χρησιμοποιούμενο κυρίως στη ραδιοηλεκτρολογία, που συνδυάζει τρία τουλάχιστον όργανα: αμπερόμετρο, βολτόμετρο και ωμόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polymeter < πολυ-* + μέτρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωμόμετρο — Όργανο μέτρησης των ηλεκτρικών αντιστάσεων. Αποτελείται από μία γεννήτρια συνεχούς ρεύματος η οποία τροφοδοτεί ένα κύκλωμα που αποτελείται από ένα μιλλιαμπερόμετρο, από την άγνωστη αντίσταση και από άλλες γνωστές αντιστάσεις. Η ένδειξη του… …   Dictionary of Greek

  • Κονβενέβολε ντα Πράτο — (Convenevole da Prato, Πράτο 1275; – 1338). Ιταλός γραμματικός. Εξόριστος κατέφυγε στην Προβέντσα, όπου διετέλεσε δάσκαλος του Πετράρχη. Στον Κ. αποδίδεται το Ποίημα, ένα πολύμετρο αφιερωμένο στον Ρομπέρτο του Ανζού, για τις παραινέσεις και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”