- πολύμετρο
- το, Ν(ηλεκτρ.)όργανο για τις ηλεκτρικές μετρήσεις τών ασθενών και μέτριων ρευμάτων, χρησιμοποιούμενο κυρίως στη ραδιοηλεκτρολογία, που συνδυάζει τρία τουλάχιστον όργανα: αμπερόμετρο, βολτόμετρο και ωμόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polymeter < πολυ-* + μέτρον].
Dictionary of Greek. 2013.